Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Στον άνεμο της ελεύθερης σκέψης
Η μούχλα του μεσαίωνα
Ξεκολλάει σαν σκόνη από την λάμψη
Της αρχαίας Ελλάδας.



© Michael Pais

Melbourne 2010
ΕΠΟΧΕΣ

Άνοιξη

Η άγνοια της σκέψης
Ολάνθιστη
Καλοκαιριάτικες υποσχέσεις.

Καλοκαίρι

Η σκέψη κάρπισε τη γνώση
Πίνοντας
Την ξενοιασιά της άνοιξης.

Φθινόπωρο

Τα αγριεμένα πήγαινε έλα στη σκέψη
Της γνώσης τα αναπάντητα ερωτήματα
Σαν ανέμοι στροβιλίζουν στ αδιέξοδα
Και μας πάνε σηκωτούς στην ερημιά.

Χειμώνες

Τα κορμιά πέφτουν
Και λιώνουν σαν φύλλα
Απ τα κλαδιά του Ήλιου
Το πνεύμα προ πολλού
Ξεπέρασε τη δύση
Κυνηγώντας οράματα
Στη δίνη του γαλαξία
Κυνηγημένο απ τα αδιέξοδα.

M.Pais


Melbourne 1990
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ


ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ;

«Αλήθεια… τι δυστυχία να είσαι θεός
Και υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων
Να λογοδοτήσεις κάποτε
Στα πλάσματα που εσύ δημιούργησες
Και συνάμα να ξέρεις
Πως η παντοδυναμία σου
Είναι η μεγάλη αδυναμία σου
Να πείσεις τους αδικημένους
Εκτός κι αν αρχίσεις τις φοβέρες
Η κάνεις τα στραβά μάτια
Στους αυτοδιόριστους αντιπροσώπους σου
Και συ να γίνεις καπνός.»

Το ξέρω, πως κάθε φορά
Που αρχίζω τέτοιου είδους φιλοσοφίες
Τον ανέμελο εαυτό μου
Πισώπλατα καρφώνω.
Είναι όμως κι’ αυτός ένας αναίσθητος.

Συχνά… αυτός που είμαι τώρα
Τον άλλο μου… χλευάζω και ειρωνεύομαι.

«Κάπου ανάμεσα βάθους και επιφάνειας
Θανάσιμη πάλη έχει ξεσπάσει ανάμεσά μας.
Κι όταν στην «αρένα» της σκέψης
Ξεπαστρεύουμε ο ένας τον άλλο
Κι απόλυτη νιώσουμε
Την απουσία μας από το σύμπαν»

«Εκεί που η συνέχεια
Μα και το τέλος σε αγνοούν
Σαν να μην υπάρχεις
Κι ούτε πως υπήρξες ποτέ.
Εκεί ακριβώς
Κι΄ απ’ την ανάποδη πλευρά του νοητού
Κάτι δημιουργικό αδιόρατα σαλεύει.»

Είναι όμως αυτό αρκετό
Ν’ αναστηθούμε;
Να ξαναγεννηθούμε;
Και να ξανά πεθάνουμε
Σαν φυσιολογικά όντα αυτή τη φορά;


© Michael Pais



Melbourne 1997

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ


Αποσπασματικά

Από καιρό ωριμάζει στο μυαλό μου
Πως πρέπει οπωσδήποτε να πάω
Εκεί που η νύκτα
Πρωτοκυλίστηκε πάνω στη γη με τη μέρα
Και κοιλοπόνησε την πρώτη αυγή,
Καθώς στους γύρο ουρανούς
Σκορπίζαν αστέρια
Με καιγόμενες χούφτες οι θεοί.

Εκεί που μόλις τα βουνά
Άρχισαν να στοιβάζονται
Κι οι θάλασσες σπυρί-σπυρί την άμμο
Να φτιάχνουν τις φωλιές τους,
Τα ποτάμια να χαράζουν την πορεία τους
Αντιγράφοντας πιστά
Την προπομπό τους αστραπή,
Κι η γη να κτίζει πυρετωδώς
Στις σκαλωσιές των ανέμων
Τους γαλάζιους θόλους της
Για να προστατευθεί
Από το πετροβόλημα των άστρων.

Εκεί που ο Ήλιος σκιτσάρει δοκιμαστικά
Σε πρόχειρες ατμόσφαιρες
Με αδέξιους κύκλους τα σύννεφα
Βουτώντας του στυλογράφους του
Στις γινόμενες θάλασσες,
Καθώς θα καίγεται να περιμένει ασάλευτος
(Σαν τεράστιος αχτιδωτός ανεμόμυλος)
Το φύσημα του χρόνου
Για ν αρχίσει το άντλημα της ζωής.

Εκεί που ο χρόνος
Ξεφλουδίζει σαν βαμβάκι απ το σκοτάδι
Τις πρώτες μέρες απ τα τσόφλια τους
Και η γη σαν αδράχτι γνέθει
με το μετάξι τις ηλιαχτίδων
το νήμα που θ ακολουθήσουν εξερχόμενες
απ την ανυπαρξία τους οι γενεές.


Μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο
Των ετοιμασιών
Για την υποδοχή της επισημότερης μέρας
Μες τις ξελιγωμένες
(Απ την προαίσθηση των βλεμμάτων) ομορφιές.
Μες τις λυτές χαρές
Που θα τρέχουν σαν άγρια άλογα
Στην άγνοια των γκρεμών της νόησης,
Μες τις παρθένες ευωδιές
Που θα διαλαλούν με τα χωνιά τους
Έξαλα οι κρίνοι-

Μέσα εκεί που δεν πλάστηκε ακόμα
Ούτε ίχνος μικρότητας,
Θα μείνω ώσπου να μπορέσω
Να στοχαστώ στην εντέλεια
Το υπέροχο της ηθικής λογικής.

Κι ύστερα θα πάω λίγο πιο πέρα
Εκεί που πρωτογεννήθηκε ο άνθρωπος
Και θα τον μεγαλώσω μέσα και έξω του
Σύμφωνα με ότι είδα
Και ότι στοχάστηκα-
Χωρίς ίχνος μικρότητας.

Και για να με βέβαιος
Θα πάω και στη δεύτερη
Και στη Τρίτη γενιά
Κι ύστερα ήσυχος θα πετάξω
Ως εκεί που ψήνουν τους ήλιους
Και τους αμολάνε στο διάστημα.

Έτσι όπως θα ναι η καρδιά μου
Καμένη και πυρπολημένη
Σαν μικρού Ήλιου απομεινάρι
Είμαι σίγουρος θα τους αρέσει
Και θα την κάνουν τον πυρήνα
Ενός καινούργιου Ήλιου
Και θα τον αμολήσουν στο κενό μου.


Κι έτσι σαν ήλιος
Με τα μακριά μου χέρια
Θα μαζεύω απ τη γη τους καρπούς
(Που με το φως του φεγγαριού
Τις νύχτες θα σπέρνω)
Στη φωτιά μου θα τους ψένω,
Και με το φως μου στην ατμόσφαιρα
Το φαγητό θα διανέμω.


Έτσι και τη πείνα
Και τους πολέμους της θα εξαλείψω
Και τα ξεπουλήματα
Για ένα κομμάτι ψωμί των ψυχών
Και τα παράπονα
Που δεν χορταίνουν όλοι το ίδιο
Ως και το αλληλοφάγωμα
και το φάγωμα απ τους ανθρώπους
των ζώων και των πτηνών.

Κι έτσι θα ξυπνώ γελαστός
Θα διασχίζω τη μέρα πάνω απ όλα
Και κάθε πρωί θα δίνω στη γη
Τη σοφή μου συμβουλή
Να μην τρέχει πολύ
Στους χαλικόδρομους του διαστήματος
Να είναι προσεχτική
Στις άγνωστες στροφές του μέλλοντος
Και να φροντίζει τα παιδιά μας.

© Michael Pais
Melbourne 1988-9

Με το άρωμα του χρυσού αιώνα
στέφθηκε εσαεί από την ιστορία
η βασιλεία των Ελλήνων θεών.

Όπως κι αυτή του παρά φύση
και πλεονέκτη θεού των Ιουδαίων
με τη δυσοσμία του μεσαίωνα .